αποβιώνω

αποβιώνω
[-ώ (ο)] αμετ. умереть, скончаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποβιώνω" в других словарях:

  • αποβιώνω — (αποβιώνω), απεβίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: (αποβιώνω) : εύχρηστος είναι κυρίως ο αόριστος απεβίωσα, ο οποίος διατηρεί την αύξηση παρ όλο ότι δεν τονίζεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποβιώνω — (AM ἀποβιῶ, όω) παύω να ζω, πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • προαποβιώνω — Ν πεθαίνω πριν από κάποιον ή πριν από ένα γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αποβιώνω «πεθαίνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»